-
1 невзирая
-
2 несмотря
-
3 преграда
преграда ж о φραγμός, το εμπόδιο; преодолеть все \преградаы υπερβαίνω όλα τα εμπόδια* * *жο φραγμός, το εμπόδιοпреодоле́ть все прегра́ды — υπερβαίνω όλα τα εμπόδια
-
4 препятствие
-я ουδ.1. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα•он преодолел все -я αυτός ξεπέρασε όλα τα εμπόδια•
бег с -ями δρόμος με εμπόδια•
чинить -я. παρεμβάλλω εμπόδια.
2. μτφ. δυσκολία, δυσχέρεια. -
5 несмотря
несмотряпредлог παρά, παρ'ὅλο πού, ἄν καί, μ'ὅλον ὅτι:\несмотря на это μ' ὅλα ταύτα, παρ· ὅλα ταῦτα· \несмотря на то, что παρ' ὅλο πού, καίτοι· \несмотря на дождь ἄν καί βρέχει· \несмотря ни на что παρ' ὅλα τά ἐμπόδια -
6 преграда
прегра́д||аж ὁ φραγμός, τό ἐμπόδιο[ν] / перен τό πρόσκομμα, τό κώλυμα:водная \преграда ὁ ὑδάτινος φραγμός, τό ὑδάτινο κώλυμα· грудобрюшная \преграда анат. τό διάφραγμα· преодолеть все \преградаы ὑπερνικώ \или ὑπερπηδώ) ὅλα τά ἐμπόδια· ставить \преградаы παρεμβάλλω ἐμπόδια -
7 преграда
-ы θ.εμπόδιο, κώλυμα, πρόσκομμα, φράγμα. || μτφ. φραγμός, δυσχέρεια•преодолеть все -ы ξεπερνώ όλα τα εμπόδια/
-
8 напролом
επίρ.κατ ευθεία, στα όλα, μη λογαριάζοντας εμπόδια, σπάζοντας ή υπερπηδώντας• ορμητικά•тигр бросился напролом η τίγρη όρμησε κατ επάνω•
идти (рвать(ся) напролом (μτφ.) αποφασιστικά•
действовать напролом ενεργώ αποφασιστικά (μη λογαριάζοντας εμπόδια).
См. также в других словарях:
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… … Dictionary of Greek
Αγριππίνα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η πρεσβύτερη (14 π.Χ. – 33 μ.Χ.). Κόρη του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα και της Ιουλίας, κόρης του Οκταβιανού Αυγούστου. Παντρεύτηκε τον δεύτερο εξάδελφό της Γερμανικό, γύρω στο 5 μ.Χ. Τον ακολούθησε σε όλες σχεδόν τις… … Dictionary of Greek
Λα Φαγιέτ, Μαρί Ζοζέφ Πολ Ιβ Ρος Ζιλμπέρ Μοτιέ, μαρκήσιος του- — (Marie Joseph Paul Yves Roch Gilbert du Motier marquis de La Fayette, Σαβανιάκ 1757 – Παρίσι 1834). Γάλλος στρατηγός και πολιτικός. Ενθουσιασμένος από την αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, οδηγήθηκε νεότατος στην Αμερική για να συμμετάσχει… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek